- χαλκόηχος
- -η, -ο, Ναυτός που παράγει ήχο όμοιο με τον ήχο τού χαλκού όταν αυτός κρούεται.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + ήχος (πρβλ. κακό-ηχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
χαλκόθροος — ον, και συνηρ. τ. χαλκόθρους, ουν, ΜΑ χαλκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + θροος / θρους (< θρόος / θροῦς «θόρυβος»), πρβλ. κακό θροος / θρους, οἰωνό θροος] … Dictionary of Greek
χαλκόκροτος — ον, Α 1. χαλκόηχος («χαλκοκρότων ἵππων κτύπος», Αριστοφ.) 2. κατασκευασμένος από χαλκό 3. προσωνυμία τής θεάς Δήμητρος λόγω τών κυμβάλων που χρησιμοποιούσαν στις τελετές της 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ Ῥέα διὰ τὰ κύμβαλα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * +… … Dictionary of Greek
χαλκόκτυπος — ον, Α χαλκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. χιονό κτυπος] … Dictionary of Greek